τρουχίζω
Смотреть что такое "τρουχίζω" в других словарях:
τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 … Dictionary of Greek
τρόχισμα — και τρούχισμα, το, Ν [τροχίζω / τρουχίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχίζω, ακόνισμα 2. καθαρισμός και λείανση δοντιού με τον τροχό 3. μτφ. εξάσκηση για την απόκτηση επιδεξιότητας … Dictionary of Greek